- πολιάτας
- πολιᾱτας1 citizen
κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολιάτας — ὁ, θηλ. πολιᾱτις, άτιδος, Α (αιολ. και δωρ. τ. τού πολιήτης) βλ. πολίτης … Dictionary of Greek
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολιανόμος — ὁ, Α άρχοντας τής πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, ιος + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ νόμος. Για τη μορφή τού α συνθετικού πολια βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας] … Dictionary of Greek
πολιατεύω — Α [πολιάτας] είμαι πολίτης … Dictionary of Greek